κρυστάλλωμα

κρυστάλλωμα
το выкристаллизовавшееся тело

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κρυστάλλωμα" в других словарях:

  • κρυστάλλωμα — το (Μ κρυστάλλωμα) σώμα που κρυσταλλώθηκε, κρύσταλλο μσν. δροσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά, Ι. Ν. Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλωμα — το, ατος σώμα που κρυσταλλώθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαχάρωμα — το [ζαχαρώνω] 1. το αποτέλεσμα τού ζαχαρώνω, το κρυστάλλωμα τής ζάχαρης που περιέχεται σε καρπούς ή σε γλυκίσματα 2. μτφ. ερωτικές διαχύσεις, θωπείες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»